ἀκριβαστής

ἀκριβαστής
ἀκριβαστής
lawgiver
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακριβαστής — ο (Α) [ἀκριβάζω] 1. αυτός που ερευνά τα πράγματα από κοντά 2. νομοθέτης, κυβερνήτης …   Dictionary of Greek

  • ἀκριβαστήν — ἀκριβαστής lawgiver masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακριβάζω — ἀκριβάζω (Α) 1. ἀκριβῶ* 2. παθ. υπερηφανεύομαι γι’ αυτό που είμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβής. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρίβασμα, ἀκριβασμός, ἀκριβαστής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”